- μασάτι
- τοακόνη κρεοπωλών και υποδηματοποιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masat].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματσακόνι — το μεγάλο σφυρί με αιχμηρά οδοντωτά άκρα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ελασμάτων από τη σκουριά ή από παλαιά παχιά στρώματα χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασάτι (< τουρκ. masat «ακόνι») + ακόνι] … Dictionary of Greek
masat — MASÁT, masate, s.n. (pop.) Unealtă de oţel în formă de sul sau, rar, de pilă plată, întrebuinţată la ascuţitul cuţitelor. – Din tc. masat. Trimis de claudia, 05.10.2003. Sursa: DEX 98 masát (unealtă) s. n., pl. masáte Trimis de siveco,… … Dicționar Român